άδροσος

άδροσος
-η, -ο
αδρόσιστος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άδροσος — η, ο 1. ο μη δροσερός, ξερός 2. άχαρος, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + δρόσος. ΠΑΡ. αδροσία] …   Dictionary of Greek

  • αδροσία — η (Α ἀδροσία) (Ν και –σιά) [ἄδροσος] έλλειψη δροσιάς, υγρασίας, ξηρότητα τής ατμόσφαιρας, ξηρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”